- εκσχιζω
- ἐκσχίζωἐκ-σχίζωраскалывать, pass. раздваиваться, разделяться
(ὅ ῥεῦμα ἐξεσχίσθη Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὅ ῥεῦμα ἐξεσχίσθη Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκσχίζω — ἐκσχίζω (Α) σχίζω στα δύο, χωρίζω («ὁ τοῡ πυρὸς ποταμὸς ἐξεσχίσθη», Αριστ.) … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek